- слёт
- слёт 1-а α.1. πτήση ομαδική.2. συγκέντρωση, συνάθροιση, σύναξη.слёт 2-а α.1. πτήση, πέταγμα•
убить птицу на -е σκοτώνω το πουλί στο πέταγμα.
2. βγάλσιμο, εξαγωγή, ξεπέταγμα•слёт нити со шпули ξεπέταγμα της κλωστής από το μασούρι.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.